Νόμπελ, βραβεία

Νόμπελ, βραβεία
Βραβεία που ίδρυσε με τη διαθήκη του (27 Νοεμβρίου 1895) ο Άλφρεντ Νόμπελ, για να τιμούνται κάθε χρόνο οι πέντε προσωπικότητες - χωρίς διάκριση φυλής ή εθνικότητας - οι οποίες «στο έτος που πέρασε προσέφεραν τη μεγαλύτερη ωφέλεια στην ανθρωπότητα», στους τομείς της φυσικής, της χημείας, της ιατρικής ή της φυσιολογίας, της λογοτεχνίας, της ειρήνης και από το 1969 των οικονομικών επιστημών (το χρηματοδοτεί η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας). Τα πρώτα β.Ν. απονεμήθηκαν το 1901. Τα βραβεία Νόμπελ συνίστανται από χρυσό μετάλλιο, δίπλωμα και χρηματικό ποσό κυμαινόμενο μεταξύ 40.000 και 50.000 δολαρίων ΗΠΑ Κάθε βραβείο μπορεί να απονεμηθεί και σε δύο ή και σε τρία πρόσωπα συγχρόνως. Για τη χρηματοδότηση των βραβείων ο Άλφρεντ Νόμπελ συνέστησε, με τη διαθήκη του, ίδρυμα (Nobelstiftelsen) στο οποίο διέθεσε 31 εκατομμύρια σουηδικές κορόνες. Από τους τόκους του κεφαλαίου αυτού, χωρισμένους σε πέντε ίσα μέρη, βραβεύονται κάθε χρόνο οι πέντε. Οι υποψηφιότητες για β.Ν. δεν τίθενται από τους ενδιαφερόμενους, αλλά προτείνονται από προσωπικότητες που είχαν τιμηθεί προηγουμένως με αυτό ή από διαπρεπείς επιστήμονες αδιαμφισβήτητου κύρους. Τα βραβεία κάθε έτους απονέμονται στις 10 Δεκεμβρίου (επέτειος του θανάτου του Άλφρεντ Νόμπελ). Τα βραβεία της φυσικής και της χημείας τα απονέμει η Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, το βραβείο ιατρικής ή φυσιολογίας το Καρολίνειο (ιατροχειρουργικό) Ινστιτούτο της Στοκχόλμης, το βραβείο λογοτεχνίας η Σουηδική Ακαδημία και το βραβείο ειρήνης πενταμελής επιτροπή της νορβηγικής Βουλής. Στιγμιότυπο από την απονομή του βραβείου Νόμπελ ειρήνης στους Γιάσερ Αραφάτ, Γιτζάκ Ράμπιν και Σιμόν Πέρες. Ο Σουηδός χημικός και βιομήχανος Άλφρεντ Μπέρναρντ Νόμπελ, ιδρυτής των ομώνυμων βραβείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νόμπελ, Άλφρεντ Μπέρναρντ — (Alfred Bernhard Nobel, Στοκχόλμη 1833 – Σαν Ρέμο 1896). Σουηδός χημικός και βιομήχανος. Είναι διάσημος κυρίως για τα βραβεία που ίδρυσε. Μετά τις σπουδές του στην Αγία Πετρούπολη και στη Στοκχόλμη ασχολήθηκε με την παραγωγή εκρηκτικών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Έντουαρντ — (Edward Lewis, Πενσιλβάνια, ΗΠΑ 1918 –). Αμερικανός γενετιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε βιοστατιστική, γενετική και μετεωρολογία στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια. Υπηρέτησε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βάρμπουργκ, Ότο Χάινριχ — (Otto Heinrich Warburg, Φράιμπουργκ, Βάδη 1883 – Βερολίνο 1970). Γερμανός βιοχημικός και φυσιολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε μαθητής του διάσημου χημικού Έμιλ Φίσερ. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1906 με μια εργασία πάνω στα πολυπεπτίδια… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”